Αφήγηση μιας ιστορίας έχουμε όταν παρουσιάζουμε γεγονότα με μια ορισμένη σειρά.
- Τα γεγονότα μπορεί να είναι πραγματικά ή φανταστικά.
- Η αφήγηση μπορεί να είναι προφορική ή γραπτή.
- Όταν η αφήγηση είναι γραπτή, την ονομάζουμε αφήγημα. Το αφήγημα μπορεί να είναι πεζό κείμενο ή έμμετρο κείμενο (ποίημα, τραγούδι).
Είδη αφηγηματικών κειμένων
Βασικά στοιχεία αφηγηµατικού κειµένου
Χαρακτηριστικά της φανταστικής ιστορίας
Αφηγηματικά κείμενα
Μαξιμ, το μονοφθαλμο κορακι
Μαξίμ, το μονόφθαλμο κοράκι
Μια μέρα, το μονόφθαλμο κοράκι, ξυπνώντας, σκέφτηκε πως ήταν γεννημένος αρχηγός.
Άνοιξε το μοναδικό του μάτι και είδε να στέκονται πάνω στα κλαριά ένα σωρό κοράκια που είχαν αποκοιμηθεί γύρω του. Κάποια είχαν το κεφάλι σκυμμένο, τα φτερά αναμαλλιασμένα και βρόμικα, άλλα είχαν ράμφος που έσταζε, άλλα πάλι ήταν εξαθλιωμένα, έτοιμα να πέσουν: μια πραγματική στρατιά κακομοίρηδων. Πώς θα καταλάμβανε μ’ αυτή τη στρατιά το οργωμένο χωράφι, που ήταν από χτες στα χέρια των γλάρων; Ποτέ δε θα τα κατάφερναν, αν δεν έκανε κάτι ο ίδιος ο Μαξίμ, κι ας ήταν μονόφθαλμος.
Προσπάθησε λοιπόν να ταρακουνήσει λίγο όλους αυτούς τους τεμπέληδες, να τους δώσει κουράγιο και να κεντρίσει την εξυπνάδα τους, που, σίγουρα, δεν υστερούσε από των γλάρων, που είχαν έρθει να τους πάρουν τα σκουλήκια τους. Δεν κατάφερε τίποτα. Αυτοί οι ανόητοι δεν απαντούσαν καν στις ερωτήσεις του, δεν κουνιούνταν, δεν ήθελαν να ξυπνήσουν.
Προκειμένου να έχει μια στρατιά ηλιθίων, ας είχε καλύτερα μια στρατιά από όμορφους γλάρους με γοητευτική περπατησιά, σκέφτηκε ο Μαξίμ. «Έστω κι αν είναι εχθροί μας, θα καταφέρουμε να συνεννοηθούμε». Αποφάσισε να γίνει αρχηγός των γλάρων. «Επιπλέον» σκέφτηκε «είμαι μαύρος και θα ξεχωρίζω εύκολα».
Μόλις έφτασε πάνω από το χωράφι, τον έδιωξαν αμέσως οι τρελαμένοι, νευρικοί γλάροι και δεν μπόρεσε ούτε καν να πατήσει στη γη.
«Καλά πάμε να δούμε τα σπουργίτια!» σκέφτηκε τότε. «Τα σπουργίτια είναι παιδιά, χρειάζονται αρχηγό και, με το μέγεθός μου, θα επιβληθώ εύκολα».
Τα σπουργίτια δεν είχαν καμία όρεξη να έχουν αρχηγό. Δεν του έδωσαν καν σημασία. Ξαναγύρισε λοιπόν στους συντρόφους του, τα κοράκια.
Ένα νεαρό κοράκι, με ανοιχτόχρωμο ακόμη ράμφος, έβγαζε λόγο. Τα άλλα, που είχαν πια ξυπνήσει, άκουγαν.
Κι ο Μαξίμ σκέφτηκε πως η μπογιά του είχε πια περάσει.
Άνοιξε το μοναδικό του μάτι και είδε να στέκονται πάνω στα κλαριά ένα σωρό κοράκια που είχαν αποκοιμηθεί γύρω του. Κάποια είχαν το κεφάλι σκυμμένο, τα φτερά αναμαλλιασμένα και βρόμικα, άλλα είχαν ράμφος που έσταζε, άλλα πάλι ήταν εξαθλιωμένα, έτοιμα να πέσουν: μια πραγματική στρατιά κακομοίρηδων. Πώς θα καταλάμβανε μ’ αυτή τη στρατιά το οργωμένο χωράφι, που ήταν από χτες στα χέρια των γλάρων; Ποτέ δε θα τα κατάφερναν, αν δεν έκανε κάτι ο ίδιος ο Μαξίμ, κι ας ήταν μονόφθαλμος.
Προσπάθησε λοιπόν να ταρακουνήσει λίγο όλους αυτούς τους τεμπέληδες, να τους δώσει κουράγιο και να κεντρίσει την εξυπνάδα τους, που, σίγουρα, δεν υστερούσε από των γλάρων, που είχαν έρθει να τους πάρουν τα σκουλήκια τους. Δεν κατάφερε τίποτα. Αυτοί οι ανόητοι δεν απαντούσαν καν στις ερωτήσεις του, δεν κουνιούνταν, δεν ήθελαν να ξυπνήσουν.
Προκειμένου να έχει μια στρατιά ηλιθίων, ας είχε καλύτερα μια στρατιά από όμορφους γλάρους με γοητευτική περπατησιά, σκέφτηκε ο Μαξίμ. «Έστω κι αν είναι εχθροί μας, θα καταφέρουμε να συνεννοηθούμε». Αποφάσισε να γίνει αρχηγός των γλάρων. «Επιπλέον» σκέφτηκε «είμαι μαύρος και θα ξεχωρίζω εύκολα».
Μόλις έφτασε πάνω από το χωράφι, τον έδιωξαν αμέσως οι τρελαμένοι, νευρικοί γλάροι και δεν μπόρεσε ούτε καν να πατήσει στη γη.
«Καλά πάμε να δούμε τα σπουργίτια!» σκέφτηκε τότε. «Τα σπουργίτια είναι παιδιά, χρειάζονται αρχηγό και, με το μέγεθός μου, θα επιβληθώ εύκολα».
Τα σπουργίτια δεν είχαν καμία όρεξη να έχουν αρχηγό. Δεν του έδωσαν καν σημασία. Ξαναγύρισε λοιπόν στους συντρόφους του, τα κοράκια.
Ένα νεαρό κοράκι, με ανοιχτόχρωμο ακόμη ράμφος, έβγαζε λόγο. Τα άλλα, που είχαν πια ξυπνήσει, άκουγαν.
Κι ο Μαξίμ σκέφτηκε πως η μπογιά του είχε πια περάσει.
Grégoire Solotareff, Φθινοπωρινές ιστορίες, εκδ. Μεταίχμιο
Η σχολικη τσαντα που μιλαει
Η σχολική τσάντα που μιλάει
Κάθε βράδυ ο γιος μου, πριν πάει για ύπνο, βάζει σε τάξη την τσάντα του. Ή, για να είμαι ακριβής, πετάει μέσα βιβλία, τετράδια, κασετίνες, γόμες και στυπόχαρτα, αλλά εκείνος αυτή τη διαδικασία τη λέει «τακτοποιώ την τσάντα μου». Και δεν ξέρει πως, μόλις κλείσουν τα μάτια του και τα γλυκά φαντάσματα του ύπνου αρχίσουν να χορεύουν γύρω απ’το μαξιλάρι του, τα αντικείμενα μες στη σάκα ζωντανεύουν, τεντώνονται όπως κι εμείς κάθε πρωί, χαιρετιούνται κι αρχίζουν να μιλάνε.
Το στυπόχαρτο έχει τσαλακωθεί και θέλει να ισιώσει τα αυτάκια του στις τέσσερις άκρες και παραπονιέται:
– Αγαπημένοι μου φίλοι, σήμερα συναντήθηκα με όλα τα χρώματα. Ο αφέντης μας με γέμισε με ζητωκραυγές για κάποιον Κόππι Φάουστο, και μάλιστα τον έγραψε Κόπι, με ένα πι. Κοιτάξτε με, σας παρακαλώ, μοιάζω με λίστα από εκλογικό κατάλογο!
– Παραπονιέσαι κι εσύ; επεμβαίνει το βιβλίο της Ιστορίας και Γεωγραφίας. Για κάνε μου τη χάρη και ρίξε μια ματιά στις σελίδες μου. Ο αγαπημένος μας τύραννος έβαλε μουστάκια με το στυλό του στον Καρλομάγνο, πρόσθεσε ένα λοφίο στο καπέλο του Τζότο και σχεδίασε μια μύγα στη μύτη τον Χριστόφορου Κολόμβου. Ύστερα τράβηξε μια γραμμή στην πορεία τον ποταμού Πάδου και τον έκανε να φτάνει ως την Τεργέστη, κι ακόμα έφτιαξε μια γέφυρα από βάρκες ανάμεσα στη Σικελία και τη Σαρδηνία. Σωστή επανάσταση σας λέω.
– Αυτό δεν είναι τίποτα, μουρμουρίζει το βιβλίο της Γλώσσας. Δείτε, παρακαλώ, προσεκτικά τη σελίδα 45: όλα τα Ο έχουν βαφτεί κόκκινα, όλα τα Α πράσινα, όλα τα Ε κίτρινα. Στη σελίδα 57, ποιος ξέρει γιατί, ο νεαρός μας έχει σχεδιάσει το κεφάλι ενός φιδιού που το σώμα του διασχίζει τη σελίδα 58 και 59 και η ουρά του καταλήγει στη σελίδα 60. Είναι, λέει, ένας κροταλίας. Ίσως γι’ αυτό να τον έχει γεμίσει με κουδουνάκια.
– Δείτε πώς έχει μασήσει την ωραία μου άκρη, λέει το στυλό.
– Έχει ξεφλουδίσει όλο μου το καφέ χρώμα, παραπονιέται το μολύβι.
Εγώ, που είμαι ο πατέρας του ενόχου, τα ακούω όλα αυτά μπερδεμένος. Θα ’θελα να ξυπνήσω το γιο μου και να τον βάλω να ακούσει πώς μιλάνε γι’ αυτόν, αλλά ακριβώς εκείνη τη στιγμή η τσάντα ανοίγει και δύο τετράδια, ένα με γραμμές κι ένα με τετραγωνάκια, έρχονται σαν επιτροπή να μου παρουσιάσουν με επισημότητα τα αιτήματά τους.
– Εσείς πιθανόν να μη φταίτε, μου λέει ευγενικά το τετράδιο με τατετραγωνάκια. Σε κάθε περίπτωση, αυτά είναι τα αιτήματά μας. Σας παρακαλούμε να τα μεταβιβάσετε στο γιο σας.
Μου δίνουν ένα γραμμένο φύλλο χαρτί και ξαναμπαίνουν στην τσάντα.Το φύλλο λέει: «Οι κάτωθι υπογεγραμμένοι διαμαρτυρόμαστε έντονα για τις αγριότητες που ζούμε καθημερινά. Και ζητούμε τα εξής:
1) Το αφεντικό μας να σταματήσει να μας γεμίζει ζήτω, σχέδια, ψεύτικα μουστάκια και άλλα παράνομα σχέδια, όσα δηλαδή δεν προβλέπει το σχολικό πρόγραμμα.
2) Να υποσχεθεί την ακεραιότητα των στυλό και των μολυβιών και να σταματήσει να μασάει τις άκρες τους.
3) Τα μαρκαδοράκια να μπαίνουν στην κασετίνα και όχι πεταμένα άτακτα ανάμεσα στα υπόλοιπα πράγματα. Ακόμα και σήμερα το πρωί το βιβλίο της Γεωγραφίας τραυματίστηκε από αδέσποτο μαρκαδοράκι.
Αν τα αιτήματά μας δεν ικανοποιηθούν, θα κάνουμε τα πάντα ώστε το αφεντικό μας να μείνει στην ίδια τάξη.
Υπογραφή: το Πρόχειρο, το Τετράδιο των Μαθηματικών, το Τετράδιο των Εργασιών, το Μολύβι και τα λοιπά και τα λοιπά».
Αύριο το πρωί θα βάλω το γιο μου να διαβάσει αυτό το φύλλο. Ελπίζω να μη χρειαστεί να ξανακούσω τέτοιου είδους παράπονα.
Το στυπόχαρτο έχει τσαλακωθεί και θέλει να ισιώσει τα αυτάκια του στις τέσσερις άκρες και παραπονιέται:
– Αγαπημένοι μου φίλοι, σήμερα συναντήθηκα με όλα τα χρώματα. Ο αφέντης μας με γέμισε με ζητωκραυγές για κάποιον Κόππι Φάουστο, και μάλιστα τον έγραψε Κόπι, με ένα πι. Κοιτάξτε με, σας παρακαλώ, μοιάζω με λίστα από εκλογικό κατάλογο!
– Παραπονιέσαι κι εσύ; επεμβαίνει το βιβλίο της Ιστορίας και Γεωγραφίας. Για κάνε μου τη χάρη και ρίξε μια ματιά στις σελίδες μου. Ο αγαπημένος μας τύραννος έβαλε μουστάκια με το στυλό του στον Καρλομάγνο, πρόσθεσε ένα λοφίο στο καπέλο του Τζότο και σχεδίασε μια μύγα στη μύτη τον Χριστόφορου Κολόμβου. Ύστερα τράβηξε μια γραμμή στην πορεία τον ποταμού Πάδου και τον έκανε να φτάνει ως την Τεργέστη, κι ακόμα έφτιαξε μια γέφυρα από βάρκες ανάμεσα στη Σικελία και τη Σαρδηνία. Σωστή επανάσταση σας λέω.
– Αυτό δεν είναι τίποτα, μουρμουρίζει το βιβλίο της Γλώσσας. Δείτε, παρακαλώ, προσεκτικά τη σελίδα 45: όλα τα Ο έχουν βαφτεί κόκκινα, όλα τα Α πράσινα, όλα τα Ε κίτρινα. Στη σελίδα 57, ποιος ξέρει γιατί, ο νεαρός μας έχει σχεδιάσει το κεφάλι ενός φιδιού που το σώμα του διασχίζει τη σελίδα 58 και 59 και η ουρά του καταλήγει στη σελίδα 60. Είναι, λέει, ένας κροταλίας. Ίσως γι’ αυτό να τον έχει γεμίσει με κουδουνάκια.
– Δείτε πώς έχει μασήσει την ωραία μου άκρη, λέει το στυλό.
– Έχει ξεφλουδίσει όλο μου το καφέ χρώμα, παραπονιέται το μολύβι.
Εγώ, που είμαι ο πατέρας του ενόχου, τα ακούω όλα αυτά μπερδεμένος. Θα ’θελα να ξυπνήσω το γιο μου και να τον βάλω να ακούσει πώς μιλάνε γι’ αυτόν, αλλά ακριβώς εκείνη τη στιγμή η τσάντα ανοίγει και δύο τετράδια, ένα με γραμμές κι ένα με τετραγωνάκια, έρχονται σαν επιτροπή να μου παρουσιάσουν με επισημότητα τα αιτήματά τους.
– Εσείς πιθανόν να μη φταίτε, μου λέει ευγενικά το τετράδιο με τατετραγωνάκια. Σε κάθε περίπτωση, αυτά είναι τα αιτήματά μας. Σας παρακαλούμε να τα μεταβιβάσετε στο γιο σας.
Μου δίνουν ένα γραμμένο φύλλο χαρτί και ξαναμπαίνουν στην τσάντα.Το φύλλο λέει: «Οι κάτωθι υπογεγραμμένοι διαμαρτυρόμαστε έντονα για τις αγριότητες που ζούμε καθημερινά. Και ζητούμε τα εξής:
1) Το αφεντικό μας να σταματήσει να μας γεμίζει ζήτω, σχέδια, ψεύτικα μουστάκια και άλλα παράνομα σχέδια, όσα δηλαδή δεν προβλέπει το σχολικό πρόγραμμα.
2) Να υποσχεθεί την ακεραιότητα των στυλό και των μολυβιών και να σταματήσει να μασάει τις άκρες τους.
3) Τα μαρκαδοράκια να μπαίνουν στην κασετίνα και όχι πεταμένα άτακτα ανάμεσα στα υπόλοιπα πράγματα. Ακόμα και σήμερα το πρωί το βιβλίο της Γεωγραφίας τραυματίστηκε από αδέσποτο μαρκαδοράκι.
Αν τα αιτήματά μας δεν ικανοποιηθούν, θα κάνουμε τα πάντα ώστε το αφεντικό μας να μείνει στην ίδια τάξη.
Υπογραφή: το Πρόχειρο, το Τετράδιο των Μαθηματικών, το Τετράδιο των Εργασιών, το Μολύβι και τα λοιπά και τα λοιπά».
Αύριο το πρωί θα βάλω το γιο μου να διαβάσει αυτό το φύλλο. Ελπίζω να μη χρειαστεί να ξανακούσω τέτοιου είδους παράπονα.
Τζάνι Ροντάρι, Παραμύθια σαν πλατύ χαμόγελο, εκδ. Μεταίχμιο
Ο κρυμμενος θησαυροσ
Ένας γέρος αγρότης ήθελε οι γιοι του να συνεχίσουν καταπώς έπρεπε το δικό του μόχθο, όταν αυτός θα πέθαινε. Τους κάλεσε, λοιπόν, ενώ ψυχορραγούσε και τους είπε: «Παιδιά μου, σε λίγο αφήνω το μάταιο τούτο κόσμο. Έκρυψα κάτι στο αμπέλι και θέλω να ψάξετε να το βρείτε, όταν εγώ κλείσω τα μάτια μου. Αν το κάνετε, θα βρείτε όλα όσα είχα να σας δώσω».
Οι γιοι νόμισαν πως ο πατέρας τους εννοούσε κάποιο θησαυρό κρυμμένο στο αμπέλι, κι έτσι, μόλις πέθανε, πήραν τις αξίνες τους κι έσκαψαν το χωράφι σπιθαμή προς σπιθαμή. Δεν μπόρεσαν να βρουν κανένα ίχνος θησαυρού, όμως το καλοκαίρι, επειδή είχαν οργώσει τόσο προσεκτικά όλο τον αμπελώνα, είχαν την πιο πλούσια σοδειά σταφύλι.
Οι γιοι νόμισαν πως ο πατέρας τους εννοούσε κάποιο θησαυρό κρυμμένο στο αμπέλι, κι έτσι, μόλις πέθανε, πήραν τις αξίνες τους κι έσκαψαν το χωράφι σπιθαμή προς σπιθαμή. Δεν μπόρεσαν να βρουν κανένα ίχνος θησαυρού, όμως το καλοκαίρι, επειδή είχαν οργώσει τόσο προσεκτικά όλο τον αμπελώνα, είχαν την πιο πλούσια σοδειά σταφύλι.
Οι Μύθοι του Αισώπου, εκδ. Παπαδόπουλος