Περιγραφή κτίσματος
Κείμενα περιγραφικά
Ο Αϊ-Γιώργης του Πατσιανού
Κάτω από το χωριό [του Πατσιανού], μέσα στο λιόφυτο, συναντούμε μια εκκλησιά, όχι μεγαλύτερη από δωμάτιο σπιτιού. Είν’ ένας βυζαντινός Αϊ-Γιώργης. 0 μισός βρίσκεται θεμελιωμένος απάνω σ’ ένα βράχο που οι βροχές και τα νεροπάρματα τον έχουνε σκάψει από κάτω κι έχει κλονιστεί και γέρνει. Μαζί του γέρνει κι ολόκληρο το εκκλησιδάκι. Μια βαθιά ρωγμή από πάνω ως κάτω, που διακλαδώνεται σ’ άλλες μικρότερες, απειλεί να το κόψει στα δύο. Ίσως τον ερχόμενο χειμώνα να ξεκολλήσει ο βράχος από τη θέση του παρασέρνοντας και το μισό χτίσμα.
Η εικόνα του σπιτιού που καταρρέει εγκαταλειμμένο γεννά πάντα θλίψη. Είν’ ο θάνατος μιας οικογένειας που συντελείται μπρος στα μάτια σου. Η εικόνα όμως της εκκλησιάς που στερήθηκε τις φροντίδες των ανθρώπων και παραδόθηκε ανυπεράσπιστη στην καταλυτική δύναμη του καιρού και των στοιχείων της φύσης αναδίνει μια πολλαπλή τραγικότητα. [...]
0 Αϊ-Γιώργης του Πατσιανού είναι ένα υποψήφιο ερείπιο. Γαντζωμένος απάνω στο βράχο που τόνε στήριζε τόσους αιώνες και τώρα τόνε τραβά στο χαμό, μόνος στην ερημιά του, ανάμεσα στις παμπάλαιες ελιές, που βογκούν από βάναυσα ραπίσματα του αέρα, υπομένει καρτερικά τη μοίρα του.
Η πόρτα του είναι ανοιχτή. Μέσα ένας σωρός ασβέστη πιάνει το μισό χώρο. Να σκεφτήκανε τάχα κάποτε την επισκευή ή κάποιος χρησιμοποίησε το ξωκλήσι για ιδιωτική αποθήκη; Ό,τι και να ’γινε, ο ασβέστης με τον καιρό και τη βροχή πέτρωσε και μεταβλήθηκε σε μια συμπαγή μάζα.
Οι τοίχοι είναι μαυρισμένοι και μουχλιασμένοι, με ιστούς από μορφές λαϊκής τέχνης, έχουνε ξεθωριάσει και ξεφτίσει. Η υγρασία που ανεβαίνει από τα θεμέλια, τα νερά που μπαίνουν από τις σκισμές, δουλεύουνε με γοργό ρυθμό να σβήσουνε τα χρώματα και τις γραμμές. Έχεις την εντύπωση πως οι ζωγραφισμένοι Άγιοι αποσύρονται ένας ένας, εγκαταλείποντας το ετοιμόρροπο χτίσμα. [...] Στ’ αυλιδάκι της εκκλησιάς η γη χωνεύει τα κόκαλα των «κεκοιμημένων». Η ίδια εγκατάλειψη κι εδώ. Μόνο ένας τάφος διατηρεί ακόμη τον ξύλινο σταυρό του. Σε δυο τρία μέρη το χώμα, καθώς είν’ ελαφρά υψωμένο, σε κάνει να υποθέσεις πως κάτω απ’ αυτό έχει αποτεθεί κάποιος νεκρός. Ποιος; Πότε; Η φροντίδα της μνήμης έχει αφεθεί στο Θεό. [...]
1. λιόφυτο: ελαιώνας,
2. νεροπάρματα: ενν. το νερό που κατεβαίνει ορμητικά από το βράχο,
3. ραπίσματα: χτυπήματα,
4. των κεκοιμημένων: των νεκρών.
Η εικόνα του σπιτιού που καταρρέει εγκαταλειμμένο γεννά πάντα θλίψη. Είν’ ο θάνατος μιας οικογένειας που συντελείται μπρος στα μάτια σου. Η εικόνα όμως της εκκλησιάς που στερήθηκε τις φροντίδες των ανθρώπων και παραδόθηκε ανυπεράσπιστη στην καταλυτική δύναμη του καιρού και των στοιχείων της φύσης αναδίνει μια πολλαπλή τραγικότητα. [...]
0 Αϊ-Γιώργης του Πατσιανού είναι ένα υποψήφιο ερείπιο. Γαντζωμένος απάνω στο βράχο που τόνε στήριζε τόσους αιώνες και τώρα τόνε τραβά στο χαμό, μόνος στην ερημιά του, ανάμεσα στις παμπάλαιες ελιές, που βογκούν από βάναυσα ραπίσματα του αέρα, υπομένει καρτερικά τη μοίρα του.
Η πόρτα του είναι ανοιχτή. Μέσα ένας σωρός ασβέστη πιάνει το μισό χώρο. Να σκεφτήκανε τάχα κάποτε την επισκευή ή κάποιος χρησιμοποίησε το ξωκλήσι για ιδιωτική αποθήκη; Ό,τι και να ’γινε, ο ασβέστης με τον καιρό και τη βροχή πέτρωσε και μεταβλήθηκε σε μια συμπαγή μάζα.
Οι τοίχοι είναι μαυρισμένοι και μουχλιασμένοι, με ιστούς από μορφές λαϊκής τέχνης, έχουνε ξεθωριάσει και ξεφτίσει. Η υγρασία που ανεβαίνει από τα θεμέλια, τα νερά που μπαίνουν από τις σκισμές, δουλεύουνε με γοργό ρυθμό να σβήσουνε τα χρώματα και τις γραμμές. Έχεις την εντύπωση πως οι ζωγραφισμένοι Άγιοι αποσύρονται ένας ένας, εγκαταλείποντας το ετοιμόρροπο χτίσμα. [...] Στ’ αυλιδάκι της εκκλησιάς η γη χωνεύει τα κόκαλα των «κεκοιμημένων». Η ίδια εγκατάλειψη κι εδώ. Μόνο ένας τάφος διατηρεί ακόμη τον ξύλινο σταυρό του. Σε δυο τρία μέρη το χώμα, καθώς είν’ ελαφρά υψωμένο, σε κάνει να υποθέσεις πως κάτω απ’ αυτό έχει αποτεθεί κάποιος νεκρός. Ποιος; Πότε; Η φροντίδα της μνήμης έχει αφεθεί στο Θεό. [...]
1. λιόφυτο: ελαιώνας,
2. νεροπάρματα: ενν. το νερό που κατεβαίνει ορμητικά από το βράχο,
3. ραπίσματα: χτυπήματα,
4. των κεκοιμημένων: των νεκρών.
Γ. Μανούσακας, Οδοιπορικό στα Σφακιά
Το γιοφύρι της Άρτας
Το γιοφύρι της Άρτας είναι γέφυρα του ποταμού ΆραχΘου, κοντά στην πόλη της Άρτας. Συγκεκριμένα βρίσκεται στην είσοδο της πόλης, ένα χιλιόμετρο έξω από το κέντρο, στην εθνική οδό που οδηγεί στην Πρέβεζα και τα Ιωάννινα, ενώ πλάι του δεσπόζει ένας αιωνόβιος πλάτανος. Αν και δω είναι το ομορφότερο του είδους του, είναι και το πιο φημισμένο χάρη στο θρύλο του Πρωτομάστορα.
Το γιοφύρι της Άρτας είναι πέτρινο, χτισμένο με μεγάλες κανονικές πέτρες. Το σημερινό του μήκος φτάνει τα 145 μέτρα. Αποτελείται από τέσσερις ημικυκλικές καμάρες, που όμως δεν έχουν καμιά συμμετρία μεταξύ τους. Το πλάτος του γιοφυριού είναι 3,75 μ.
Η αρχική του κατασκευή τοποθετείται στα χρόνια της κλασικής Αμβρακίας επί Πύρρου (3ος π.Χ. αιώνας). Στη σημερινή του μορφή κατέληξε το 1602-1606, και λέγεται ότι τα χρήματα για την κατασκευή του τα έδωσε ένα Αρτινός έμπορος ο Γιάννης Θιακογιάννης ή Γυφτοφάγος.
Το γιοφύρι της Άρτας έχει, όπως είπαμε, συνδεθεί με το μύθο του Πρωτομάστορα, σύμφωνα με τον οποίο, για να στεριώσει το γιοφύρι, ο Πρωτομάστορας Θυσίασε τη γυναίκα του. 0 μύθος αυτός αφενός αποτελεί έναν αλληγορικό τρόπο για να φανερωθούν οι δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι τεχνίτες στην κατασκευή του γεφυριού, αφετέρου σύμφωνα με την ιστορική έρευνα, κρύβει μια ιστορική αλήθεια. Όταν χρειάστηκε να περάσει από την περιοχή μεγάλη δύναμη τουρκικού στρατού, ζητήθηκε η βοήθεια των κατοίκων για την κατασκευή της γέφυρας. Αυτοί όμως για να εμποδίσουν τη διέλευση των Τούρκων γκρέμιζαν τη νύχτα ό,τι είχαν φτιάξει την ημέρα, δημιουργώντας και το θρύλο ότι το γιοφύρι ήταν στοιχειωμένο. Τέλος, πρέπει να επισημάνουμε ότι το γιοφύρι της Άρτας, που στο παρελθόν εξυπηρέτησε την κίνηση των ανθρώπων και των εμπορευμάτων στην περιοχή συμβάλλοντας στην ευημερία της, αποτελεί σήμερα, μαζί με τα άλλα γεφύρια της Ηπείρου, σημαντικό μνημείο της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και γενικότερα της ιστορίας του τόπου μας.
Το γιοφύρι της Άρτας είναι πέτρινο, χτισμένο με μεγάλες κανονικές πέτρες. Το σημερινό του μήκος φτάνει τα 145 μέτρα. Αποτελείται από τέσσερις ημικυκλικές καμάρες, που όμως δεν έχουν καμιά συμμετρία μεταξύ τους. Το πλάτος του γιοφυριού είναι 3,75 μ.
Η αρχική του κατασκευή τοποθετείται στα χρόνια της κλασικής Αμβρακίας επί Πύρρου (3ος π.Χ. αιώνας). Στη σημερινή του μορφή κατέληξε το 1602-1606, και λέγεται ότι τα χρήματα για την κατασκευή του τα έδωσε ένα Αρτινός έμπορος ο Γιάννης Θιακογιάννης ή Γυφτοφάγος.
Το γιοφύρι της Άρτας έχει, όπως είπαμε, συνδεθεί με το μύθο του Πρωτομάστορα, σύμφωνα με τον οποίο, για να στεριώσει το γιοφύρι, ο Πρωτομάστορας Θυσίασε τη γυναίκα του. 0 μύθος αυτός αφενός αποτελεί έναν αλληγορικό τρόπο για να φανερωθούν οι δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι τεχνίτες στην κατασκευή του γεφυριού, αφετέρου σύμφωνα με την ιστορική έρευνα, κρύβει μια ιστορική αλήθεια. Όταν χρειάστηκε να περάσει από την περιοχή μεγάλη δύναμη τουρκικού στρατού, ζητήθηκε η βοήθεια των κατοίκων για την κατασκευή της γέφυρας. Αυτοί όμως για να εμποδίσουν τη διέλευση των Τούρκων γκρέμιζαν τη νύχτα ό,τι είχαν φτιάξει την ημέρα, δημιουργώντας και το θρύλο ότι το γιοφύρι ήταν στοιχειωμένο. Τέλος, πρέπει να επισημάνουμε ότι το γιοφύρι της Άρτας, που στο παρελθόν εξυπηρέτησε την κίνηση των ανθρώπων και των εμπορευμάτων στην περιοχή συμβάλλοντας στην ευημερία της, αποτελεί σήμερα, μαζί με τα άλλα γεφύρια της Ηπείρου, σημαντικό μνημείο της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και γενικότερα της ιστορίας του τόπου μας.